Σήμερα, 6 Απριλίου, συμπληρώνονται 82 χρόνια από την επίθεση της τότε ναζιστικής Γερμανίας κατά της Ελλάδας που αποτελεί συνέχεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, που ξεκίνησε την 28η Οκτωβρίου 1940.
Η επίθεση ξεκίνησε στις 5:15 το πρωί της 6ης Απριλίου 1941 στα οχυρά της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας, 45 λεπτά πριν από την προβλεπόμενη ώρα στη διακοίνωση που είχε επιδοθεί νωρίτερα στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή από τον Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα, πρίγκιπα Έρμπαχ.
Επιδίδοντας τη διακοίνωση, ο Έρμπαχ τόνισε στον Κορυζή ότι ο πόλεμος δεν στρεφόταν κατά της Ελλάδας, αλλά κατά της Αγγλίας, που είχε σπεύσει προς βοήθεια της χώρας μας με 62.000 άνδρες και μεγάλη αεροπορική δύναμη. Ο Κορυζής είπε το δεύτερο ΟΧΙ μετά από αυτό του Μεταξά.
Ο διπλός στόχος του Χίτλερ
Η γερμανική επίθεση είχε την κωδική ονομασία «Μαρίτα» και η εντολή για τη σχεδίασή της είχε δοθεί από τον Αδόλφο Χίτλερ στις 13 Δεκεμβρίου 1940.
Ο στόχος του δικτάτορα της ναζιστικής Γερμανίας ήταν διπλός. Πρώτον, να προσφέρει προς τον σύμμαχό του, Μπενίτο Μουσολίνι, που βρισκόταν σε δύσκολη θέση από τα ελληνικά στρατεύματα στο μέτωπο στην Αλβανία. Δεύτερον, ήθελε να εξασφαλίσει τα νώτα του ενόψει της επικείμενης επίθεσής του στη Ρωσία, την επονομαζόμενη Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα.
Το σχέδιο Μαρίτα δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα, αλλά και τη Γιουγκοσλαβία, τις μόνες χώρες των Βαλκανίων, μαζί με την Τουρκία, που δεν είχαν συμμαχήσει με τον Άξονα.
Για την υλοποίηση του σχεδίου του κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας, ο Χίτλερ έστειλε τη 12η Γερμανική Στρατιά υπό τον στρατάρχη Βίλχελμ Λιστ, με δύναμη 680.000 ανδρών, 1.200 τανκς και 700 αεροπλάνων. Η Ελλάδα αντιπαρέταξε 70.000 άνδρες στα οχυρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, με επικεφαλής τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, καθώς ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού έδινε μάχες με τους Ιταλούς στην Αλβανία. Οι αγγλικές δυνάμεις έλεγχαν τον άξονα Τεμπών-Βερμίου, όμως το κέντρο του μετώπου ήταν ασθενές και η Θεσσαλονίκη ανοχύρωτη πόλη.
Η επίθεση
Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 5:15 το πρωί της 6ης Απριλίου 1941 στο μέτωπο των ελληνοβουλγαρικών συνόρων στα οχυρά της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας, της λεγόμενης Γραμμής Μεταξά στην Ανατολική. Ταυτόχρονα, γερμανικά αεροσκάφη βομβάρδισαν τον Πειραιά και τις ακτές έως τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, προκαλώντας τεράστιες ζημιές αλλά και απώλειες ζωών.
Οι υπερασπιστές των ελληνικών οχυρών (Ρούπελ, Λίσσε, Ιστίμπεη, Νυμφαία, Εχίνος, Περιθώρι, Πυραμιδοειδές, Παλουριώνες κ.ά.) προέβαλαν σθεναρή αντίσταση στις ανώτερες αριθμητικά γερμανικές δυνάμεις η οποία κάμφθηκε μόνο μετά την κατάρρευση του νότιου Γιουγκοσλαβικού μετώπου. Στις 8 Απριλίου 1941, οι γερμανικές τεθωρακισμένες μεραρχίες πέρασαν τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα από την κοιλάδα του Αξιού, παρακάμπτοντας τη Γραμμή Μεταξά. Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας η Θεσσαλονίκη βρέθηκε υπό γερμανική κατοχή.
Όντες περικυκλωμένοι πλέον, στις 9 Απριλίου 1941 οι υπερασπιστές της Γραμμής Μεταξά έλαβαν εντολή από τον αρχιστράτηγο Παπάγο να συνθηκολογήσουν. Τον ηρωισμό τους αναγνώρισαν ακόμη και οι αντίπαλοί τους με τιμητικά αγήματα.
Στην ολιγοήμερη σύγκρουσή τους, Ελλάδα και Γερμανία, κατέγραψαν σημαντικές απώλειες. Οι ελληνικές δυνάμεις μέτρησαν περίπου 1.000 νεκρούς και τραυματίες ενώ οι γερμανικές 555 νεκρούς, 2.134 τραυματίες και 170 αγνοούμενους. Για τη Γερμανία, επρόκειτο για τις μισές της απώλειες κατά τη διάρκεια της επιχείρησης «Μαρίτα», γεγονός ενδεικτικό της γενναίας αντίστασης των Ελλήνων σε μία πολύ ανώτερή τους «πολεμική μηχανή».
Μετά από αυτήν την εξέλιξη, η προέλαση των Γερμανών προς τον ελληνικό νότο υπήρξε ραγδαία, με την κατάρρευση και του μετώπου της Αλβανίας. Μέχρι το τέλος του Απριλίου, είχε καταληφθεί ολόκληρη η ηπειρωτική Ελλάδα και η χώρα βρέθηκε υπό τριπλή κατοχή: γερμανική, ιταλική και βουλγαρική.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ